-
1 καταπεπραγμένα
καταπεπρᾱγμένα, καταπράσσωaccomplish: perf part mp neut nom /voc /acc plκαταπεπρᾱγμένᾱ, καταπράσσωaccomplish: perf part mp fem nom /voc /acc dualκαταπεπρᾱγμένᾱ, καταπράσσωaccomplish: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 καταπράσσω
A accomplish, execute,τινί τι X.An.7.7.46
;τιτῶν ἐπειγόντων Plu.Per.5
;κ. ὥστε τι γίγνεσθαι X.HG7.4.11
.2 achieve, gain,ἀρχήν X.Cyr.7.5.76
:—[voice] Med., achieve for oneself, dub. in Id.An.7.7.27, cf. Zos.1.44;ὅπως καταπράξεται τὸν γάμον Men.242
;ἰδίαν ἀσφάλειαν D.H.6.68
:—[voice] Pass.,τὰ καταπεπραγμένα X.Cyr.7.5.35
;τὴν ἡγεμονίαν -πραχθῆναι Id.Vect.5.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπράσσω
См. также в других словарях:
καταπεπραγμένα — καταπεπρᾱγμένα , καταπράσσω accomplish perf part mp neut nom/voc/acc pl καταπεπρᾱγμένᾱ , καταπράσσω accomplish perf part mp fem nom/voc/acc dual καταπεπρᾱγμένᾱ , καταπράσσω accomplish perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)